- υποπτωσις
- ὑπόπτωσιςὑπό-πτωσις-εως ἥ ниспадение, проникновение
ἡ τοῦ χρώμκτος ὑ. Sext. — раздражение от цвета, т.е. ощущение цвета
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡ τοῦ χρώμκτος ὑ. Sext. — раздражение от цвета, т.е. ощущение цвета
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόπτωσις — falling down fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτώσει — ὑπόπτωσις falling down fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποπτώσεϊ , ὑπόπτωσις falling down fem dat sg (epic) ὑπόπτωσις falling down fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτώσεις — ὑπόπτωσις falling down fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόπτωσις falling down fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτώσεσι — ὑπόπτωσις falling down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτώσεσιν — ὑπόπτωσις falling down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτωσιν — ὑπόπτωσις falling down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
υποπτωτικός — ή, όν, Α [ὑπόπτωσις] δουλοπρεπής, ταπεινός. επίρρ... ὑποπτωτικῶς Μ με υποταγή … Dictionary of Greek
υπόπτωση — η / ὑπόπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποπίπτω] νεοελλ. μσν. εκκλ. μια από τις βαθμίδες μετάνοιας τών υποκείμενων σε μακροχρόνια πνευματική τιμωρία, κατά την οποία αυτός που μετανοεί μπορεί να μετέχει στη θεία λατρεία, αλλά πάντοτε σε στάση γονυκλισίας μσν … Dictionary of Greek
ὑποπτώσεως — ὑποπτώσεω̆ς , ὑπόπτωσις falling down fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)